- δακτυλιωτός
- -ή, -ό1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους ή έχει κατασκευαστεί σε σχήμα δακτυλίου2. ζωολ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.). δακτυλιωτοίερπετά τών οποίων το σώμα διαιρείται σε δακτυλίους3. βοτ. «δακτυλιωτά αγγεία» — δακτυλιογλυφή αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος. Η λ. με τη σημ. 1. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή («δακτυλιωτός στρόφιγξ»), ενώ με τη σημ. 2 από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.