δακτυλιωτός

δακτυλιωτός
-ή, -ό
1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους ή έχει κατασκευαστεί σε σχήμα δακτυλίου
2. ζωολ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.). δακτυλιωτοί
ερπετά τών οποίων το σώμα διαιρείται σε δακτυλίους
3. βοτ. «δακτυλιωτά αγγεία» — δακτυλιογλυφή αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος. Η λ. με τη σημ. 1. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή («δακτυλιωτός στρόφιγξ»), ενώ με τη σημ. 2 από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιωτός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα δακτυλίου: Ο κήπος αποτελείται από δακτυλιωτά παρτέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυλιάς — ο ονομασία του ψαριού Σαργός ο δακτυλιωτός …   Dictionary of Greek

  • σαργός — (sargus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων, της υπόταξης των περκοειδών. Περιλαμβάνει είδη μικρών και μεγάλων ψαριών, τα οποία αφθονούν στη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό. Έχουν σώμα σχεδόν ωοειδές,… …   Dictionary of Greek

  • κάλλοφις — (Callophis). Γένος πρωτερόγλυφων φιδιών, ιθαγενών της Ασίας. Περιλαμβάνει δυσκίνητα φίδια με μακρύ κυλινδρικό σώμα και κοντή ουρά. Τα φίδια αυτά ξεκουράζονται κουλουριασμένα στο έδαφος και δαγκώνουν μόνο όταν δέχονται επίθεση. Αν και είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”